- όδισμα
- ὅδισμα, τὸ (Α)(ποιητ. τ.) δρόμος, μέσο διέλευσης («πολύγομφον ὅδισμα ζυγὸν ἀμφιβαλὼν αὐχένι πόντου», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + κατάλ. -ισμα, λ. σχηματισμένη κατά τη λ. τείχισμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὅδισμα — a way neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ОДИКОН — (от греч. όδισμα путь, дорога; дорожное, путное). В Древней Руси дорожное, путевое довольствие, которое выдавалось гонцам, послам, а также паломникам, официально отправляемым монастырями в другие страны. В одикон включали икру (паюсную) … Большая энциклопедия кулинарного искусства
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek